- ὑλισμοῦ
- ὑλισμόςfusiomasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν … Dictionary of Greek
μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση … Dictionary of Greek
μηχανοκρατία — (Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία… … Dictionary of Greek
υλιστικός — ή, ό / ὑλιστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα. επίρρ... υλιστικώς και υλιστικά Ν σύμφωνα με τη… … Dictionary of Greek
Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία … Dictionary of Greek
Ρενάλ, Γκιγιόμ Τομάς Φρανσουά — (Raynal, 1713 – 1796). Γάλλος ιστορικός και κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος του Διαφωτισμού. Σπούδασε στο κολέγιο των ιησουιτών, δεν θέλησε όμως να γίνει ιερέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1747), όπου ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και συνεργάστηκε στην… … Dictionary of Greek
αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek